- ὑπόκκινος
- ὑπόκκινος, ον, prob. misspelling for Υποκόκκινος,A reddish, PGrenf. 2.28.5 (ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπόκκινος — ον, Α πιθ. ὑποκόκκινος* … Dictionary of Greek
υποκόκκινος — ίνη, ον, Α κοκκινωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κόκκινος. Ο τ. αποτελεί πιθ. διόρθωση τού τ. ὑπόκκινος*] … Dictionary of Greek